ἀπλάστου

ἀπλάστου
ἄπλαστος
not capable of being moulded
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άπλαστος — η, ο επίρρ. α 1. ασχημάτιστος, άμορφος: Το μωρό, άπλαστο ακόμη, δεν έμοιαζε ούτε στη μάνα ούτε στον πατέρα. 2. φυσικός, απροσποίητος, όχι πλαστός: Οι τρόποι της ήταν άπλαστοι. 3. αυτός που δε δημιουργήθηκε από άλλον, ο Θεός: Από τον θρόνο τ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”